- σπεκουλάτωρ
- -ορος, ὁ, ΜΑαξιωματούχος τού επιτελείου τού αρχηγού λεγεώνας τού ρωμαϊκού στρατού ή διοικητή επαρχίας που είχε ως αποστολή την αναζήτηση τών προγεγραμμένων ή τών καταδικασμένων σε θάνατο («καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτορα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ», ΚΔ)αρχ.σωματοφύλακας τού αυτοκράτορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculator «κατάσκοπος, αξιωματούχος τού ρωμαϊκού στρατού»].
Dictionary of Greek. 2013.